- προσήρμοσται
- προσαρμόζωfit toperf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαρμόττω Α [αρμόζω] 1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συναρμόζω, ταιριάζω, εφαρμόζω («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», Ξεν.) 2. συνεκδ. στερεώνω 3. μτφ. τροποποιώ, μεταβάλλω κάτι για να τό καταστήσω πιο εύχρηστο ή… … Dictionary of Greek